καλλονάριον

καλλονάριον
καλλονάριον, τό,
A broom, besom, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλλονάριον — καλλονάριον, τὸ (Α) σκούπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλονή. Παρόμοιες ονομασίες για τη σκούπα είναι οι κάλλυνθρον*, κάλλυντρον*] …   Dictionary of Greek

  • καλλονή — Ονομασία οκτώ οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.000 μ., 30 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, στα όρια με τον νομό Φωκίδος, στις δυτικές απολήξεις των Βαρδουσίων ορέων, 183 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”